- πρωτόστροφος
- ος, ο[ν] тех ведущий (о колесе)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτόστροφος — η, ο, Ν (για τροχούς μηχανής) αυτός που στρέφεται πρώτος και μεταδίδει την κίνηση σε όλους τους άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + στροφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. πολύ στροφος] … Dictionary of Greek